- μελίρρυτος
- ος , ον медоточивый; сладостный;
μελίρρυτοι λόγοι — медоточивые речи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελίρρυτοι λόγοι — медоточивые речи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελίρρυτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίρρυτος — η, ο (Α μελίρρυτος, ον) 1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» τους τρεις Ιεράρχες) 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (<… … Dictionary of Greek
μελίρρυτος — η, ο αυτός που από το στόμα του βγαίνει μέλι, ο ευχάριστος, ο μελιστάλαχτος: Μελίρρυτο στόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελίρρυτον — μελίρρυτος masc/fem acc sg μελίρρυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτοις — μελίρρυτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτοισι — μελίρρυτος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτου — μελίρρυτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτους — μελίρρυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτων — μελίρρυτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιρρύτῳ — μελίρρυτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίρρυτα — μελίρρυτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)